ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… … Dictionary of Greek
μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… … Dictionary of Greek
σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… … Dictionary of Greek
τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
κιμιτσιφούγκα — (Cimicifuga). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη υγρόφιλων ποών του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για ψηλά πολυετή φυτά με πλατιά και οδοντωτά φύλλα, κατ’ εναλλαγή, σκούρου πράσινου… … Dictionary of Greek
λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
πέταλα — Ιδιόμορφα φύλλα (ανθόφυλλα) που συνθέτουν τη στεφάνη του άνθους. Κάθε π. αποτελείται από ένα τμήμα πιο πλατύ, το έλασμα ή πλάτυσμα, και ένα πιο στενό, τον όνυχα, με τον οποίο στερεώνεται στην ανθοδόχη· σε μερικά άνθη ο όνυχας λείπει. Το χείλος… … Dictionary of Greek